Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Από τη λεσβιακή θεματική στο κουίρ: Η διαδρομή μιας εμπειρικής έρευνας

Λίνα Λαχανιώτη

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται αρχικώς αναφορά στο θεωρητικό πλαίσιο και τα εμπειρικά ευρήματα της έρευνας που διεξήγαγα στα πλαίσια της διπλωματικής μου εργασίας με τίτλο «Κοινωνικές Αναπαραστάοεις της Γυναικείας Ομοφυλοφιλίας στον Σύγχρονο Κινηματογράφο»,

στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Κοινωνικός Αποκλεισμός, Μειονότητες και Φύλο», στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ακροθιγώς το θεωρητικό πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο «Queer θεωρία και σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα: Αναγνώσεις του ελληνικού gay και λεσβιακού Τύπου» που εκπονώ στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Ευρύτερος στόχος του κειμένου είναι, εκτός από τα παραπάνω, να αναδειχθούν τα διαφορετικά θεωρητικά σχήματα που είναι διαθέσιμα για την μελέτη ΛΟΑΤΚ ζητημάτων σήμερα, καθώς και η σκιαγράφηση της έντασης που υπάρχει ανάμεσά τους.1

Η διπλωματική εργασία με τίτλο «Κοινωνικές αναπαραστάσεις της Γυναικείας ομοφυλοφιλίας στον σύγχρονο κινηματογράφο» διεξήχθη κυρίως κάτω από το πρίσμα της κοινωνικής ψυχολογίας. Η έρευνα βασίστηκε σε 3 ταινίες. Τις Αντόνια: Ο κύκλος μιας ζωής (Antonia's I ine, 1995, Ολλανδία), Παράνομα δεμένες (Bound, 1995, ΗΠΑ), Ριζότο (2000, Ελλάδα), και ως θεωρητικό πλαίσιο ακολούθησα την κλασική λεσβιακή και γκέι θεωρία.

Θεωρητικό πλαίσιο

Με βάση την κλασική γκέι και λεσβιακή2 θεωρία η σχέση ομοφυλοφιλίας και κινηματογράφου, και πιο συγκεκριμένα μεταξύ λεσβιών και κινηματογράφου, διαμεσολαβείται από την πατριαρχική και ετεροσεξιστική οπτική. Όπως αναφέρεται, η απεικόνιση της λεσβίας στον κινηματογράφο διαμεσολαβείται από την κυριαρχία του σύγχρονου καπιταλισμού και από την εξουσία του αντροκεντρισμού. Στο πλαίσιο αυτό η ομοφυλοφιλία χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση προς τους παρεκκλίνοντες και ως μέσο ανάσχεσης των αντικοινωνικών τάσεων. Η εικόνα της γυναίκας που προτείνει ο κινηματογράφος είναι αυτή της καλής συζύγου και μητέρας. Συνεπώς, η λεσβία μπορεί να είναι η δυνητική πλευρά κάθε γυναίκας, την οποία απωθεί η καπιταλιστική, πατριαρχική κοινωνία. Η ετεροφυλοφιλία στηρίζει τα δύο αυτά κυρίαρχα συστήματα και ως μια βαθιά πολιτική κατηγορία διατηρεί σταθερά τα ερείσματά της στην παρουσίασή της στον κινηματογράφο. Η επιχειρηματολογία σχετικά με τις λεσβίες αποτελεί μια μικρογραφία της ευρύτερης επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται από το γυναικείο κίνημα κατά της καταπίεσης που ασκείται από την καπιταλιστική πατριαρχική κοινωνία. Κάτω από το πρίσμα αυτό ένας από τους ρόλους που καλλιεργείται για λογαριασμό των ομοφυλοφίλων είναι αυτός του εγκληματία. Η εγκληματικότητα της ομοφυλοφιλίας γίνεται ξεκάθαρη κυρίως σε Β movies που απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό, ταυτίζοντας την περιθωριοποίηση της ταινίας με το ίδιο το θέμα που διαπραγματεύεται (στην προκειμένη περίπτωση την ομοφυλοφιλία). Η εγκληματοποίηση της ομοφυλοφιλίας αφορά κυρίως στους άντρες ομοφυλόφιλους. Η γυναικεία ομοφυλοφιλία έχει συνδεθεί κυρίως με το πορνό. Η Κάρολάιν Σέλντον, στο άρθρο «Λεσβίες και Κινηματογράφος» (Σέλντον 1991) τονίζει ότι η διαφορετική αναπαράσταση των δύο φύλων ως προς την ομοφυλοφιλία δεν προκαλεί καμμία έκπληξη, καθώς όπως και πολλοί άλλοι «αντροκεντρισμοί» που υπάρχουν στην κοινωνία θεωρούνται «φυσικοί». Έτσι η εξήγηση που δίνει για την επικράτηση του λεσβιασμού στην πορνογραφία είναι ότι προέκυψε ως συνέπεια του προσδιορισμού της γυναίκας λεσβίας από τους άντρες σε μια σχέση αντικειμένου προς υποκείμενο. Στα μάτια των αρσενικών η λεσβία καθίσταται ένα υπερβολικά φορτισμένο σεξουαλικό αντικείμενο. Για τον λόγο αυτό ο λεσβιασμός είναι ένα ιδανικό θέμα για την πορνογραφική αγορά. Ο άντρας θεατής δημιουργεί μια ηδονοβλεπτική σχέση με τον λεσβιασμό και ικανοποιεί την περιέργειά του ως προς το πώς γίνεται η πράξη. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπει να αποκαθίσταται σχεδόν πάντα η ετεροφυλοφιλική σταθερότητα, καθώς συνήθως στη σχέση των γυναικών εισέρχεται ένας άντρας που «δίνει στη γυναίκα αυτό που πραγματικά θέλει». Επομένως, λέει η Σέλντον, η πορνογραφία εκμεταλλεύεται τον λεσβιασμό και τον θέτει στην υπηρεσία της ετερο-φυλοφιλίας (στο ίδιο: 11).

Το ίδιο όμως ισχυρίζεται και για τον συμβατικό κινηματογράφο, στον οποίο, αναφέρει, οι λεσβίες παρουσιάζονται ηδονοβλεπτικά σε ελάχιστες περιπτώσεις, όταν τοποθετούνται ως στοιχεία ενός ευρύτερου περιβάλλοντος. Όσον αφορά την αντρική οπτική στην παρουσίαση της γυναικείας ομοφυλοφιλίας, η Σέλντον διακρίνει τρία κυρίαρχα στερεότυπα. Την ανδροπρεπή/καταστρεπτική λεσβία, που είναι απόλυτα κυριαρχική στις σχέσεις της με άλλες γυναίκες, τη διεστραμμένη λεσβία και τη νευρωτική «κρυφή» λεσβία. Οι λεσβίες παρουσιάζονται ως άτομα συναισθηματικά μειονεκτούντα, χωρίς ερείσματα και απόλυτα επιρρεπή στα συναισθήματά τους. Απομονώνονται από τη γυναικεία τους ταυτότητα και παρουσιάζονται με τρόπο αποκρουστικό, που αλλοιώνει την ιδέα της λεσβιακής δυνατότητας και ταυτόχρονα δημιουργεί κλίμα ασφάλειας και καθησυχασμού στο ετεροφυλόφιλο κοινό, το οποίο βλέπει ότι δεν μπορεί να απειληθεί από αυτές τις γυναίκες που αυτοκαταστρέφονται και καταστρέφει η μία την άλλη. Επίσης, ένας μύθος που αναπαράγεται συχνά είναι ότι η λεσβία έχει την ανάγκη του άντρα για να μπορέσει να ξεπεράσει τυχόν φόβους ή συμπλέγματα και να δημιουργήσει μια «φυσιολογική» σχέση. Πάντως, η Σέλντον, μαζί με τις λεσβίες τοποθετεί και όσες γυναίκες αντιστέκονται στην πατριαρχία, και αναφέρει ότι εκτός από τις λεσβίες, που για να «συμμορφωθούν» συχνά υφίστανται βία, το ίδιο συμβαίνει και σε μη λεσβίες, αλλά ξεκάθαρα απελευθερωμένες γυναίκες στην κινηματογραφική οθόνη. Μια γυναίκα που θα προτιμήσει την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητάς της από τον γάμο, θα τιμωρηθεί από την κοινωνία. Και σημειώνει:

[...] παρά την εμφάνιση μιας καινούριας συνείδησης για την ομοφυλοφιλία και τον γυναικείο χαρακτήρα, ο κινηματογράφος συνεχίζει την κλισαρισμένη οριοθέτηση και των δύο, δείχνοντας την αρνητική και εν δυνάμει καταστρεπτική τους όψη, με εξαίρεση την περίπτωση που η γυναίκα θα οδηγηθεί στον γάμο με έναν «δυνατό» άντρα, και συνεπώς στην ασφάλεια και τη σιγουριά της οικιακής/οικογενειακής ζωής (στο ίδιο: 32).

Λίγα χρόνια αργότερα η Τζούντιθ Χάλμπερσταμ, στα πλαίσια της κουίρ θεωρίας θα αμφισβητήσει την ιεράρχηση της ύπαρξης θετικών αναπαραστάσεων ως απόλυτη προτεραιότητα και θα υποστηρίξει ότι η απουσία εικόνων με λεσβίες, butch και transgender οδηγεί στην ταυτοποίηση πολλών κουίρ γυναικών, κυρίως των butch και των transgender, με αρχέτυπα της ανδρικής αρρενωπότπτας (Halberstam 1998:179).

Τις θέσεις της Σέλντον σχετικά με τη στερεοτυπία και τον ρόλο που επιτελεί για την κυρίαρχη κατάσταση ενισχύουν οι αναλύσεις αρκετών άλλων, όπως του Ρίτσαρντ Ντάιερ, που ασχολήθηκε με τα στερεότυπα των ομοφυλοφίλων στον κινηματογράφο, αν και δεν συμφωνεί ότι η θεραπεία είναι απλά το να υπάρξουν μη στερεοτυπικές αναπαραστάσεις. Ο Ντάιερ υποστηρίζει ότι οι κυρίαρχες ομάδες με στρατηγικές πολύ πιο εσκεμμένες από ό,τι δείχνουν και με βαθιές πολιτικές συνέπειες φυσικοποιούν μια σειρά από στερεότυπα που αποδίδουν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, εν προκειμένω στους ομοφυλόφιλους, προκειμένου να διαμορφώσουν την κοινωνία με βάση τη δική τους κοσμοαντίληψη (Ντάιερ, στο Σέλντον, Ντάιερ & Μπαπμούσιο 1991: 59). Με τη στερεοτυπία οι κυρίαρχες ομάδες εφαρμόζουν τις νόρμες τους στις υποτελείς ομάδες, καθώς τις παρουσιάζουν με έμφυτα και αμετάβλητα κοινωνικά χαρακτηριστικά, με συνέπεια να μειώνουν την ισχύ τους. Τα παραπάνω εφαρμόζονται στους ομοφυλόφιλους μέσω της αντιμετώπισης των ομοφυλοφιλικών σχέσεων σύμφωνα με τους ετεροφυλόφιλους σεξουαλικούς ρόλους. Την ύπαρξη δηλαδή του δίπολου άντρας-γυναίκα, τόσο στην αντρική, όσο και στη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Μέσω αυτής της τακτικής ενισχύεται το «ιδανικό» της ετεροφυλοφιλίας (που δεν μπορεί να ξεπεραστεί ούτε από τους ίδιους τους ομοφυλόφιλους) και στηρίζεται η ετεροφυλόφιλη ηγεμονία (στο ίδιο: 63). Όμως για τον Ντάιερ, αλλά και για την Χάλμπερσταμ, τα στερεότυπα δεν είναι εξ ορισμού κακά, αλλά μπορούν να επανανοηματοδοτηθούν από τους ίδιους τους ανθρώπους που επηρεάζουν με απρόσμενους τρόπους.

Οι παραπάνω μελέτες αποτελούν σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη και άνθιση της ομοφυλόφιλης ευαισθησίας (camp), επίσης συνέβαλαν στην προσπάθεια καλλιέργειας μιας ομοφυλόφιλης συνείδησης γύρω από τον κινηματογράφο. Έδωσαν το ερέθισμα για μια δυναμικότερη παρουσία των ομοφυλόφιλων στα κινηματογραφικά δρώμενα και στη διεκδίκηση μιας πιο αληθοφανούς εκπροσώπησης.

Όσον αφορά την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα σε σχέση με την ομοφυλοφιλία, αντλήσαμε πληροφορίες κυρίως από τη δουλειά του Κωνσταντίνου Κυριακού (2001). Ο Κυριακός στην μελέτη του περιέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις εκφάνσεις της ομοφυλόφιλης έκφρασης που παρατήρησε στον ελληνικό κινηματογράφο. Ανάμεσα σ' αυτές αναφέρεται και στη γυναικεία ομοφυλοφιλία.

Στην διπλωματική έρευνα διαπίστωσα, ειδικά για την αναπαράσταση της γυναικείας ομοφυλοφιλίας στον ελληνικό κινηματογράφο, ότι τα λεγόμενα της Σέλντον φαίνεται να ισχύουν και εδώ. Σύμφωνα με τον Κυριακό, και ο ελληνικός κινηματογράφος συνδύασε στις αρχές της δεκαετίας του '70 τον λεσβιασμό με το μαλακό πορνό. Ο λεσβιασμός παρουσιάζεται ως μία από τις δύο εν δυνάμει επιλογές μιας αμφιφυλόφιλης γυναίκας, η οποία εξαλείφεται μόλις εμφανιστεί η ανδρική παρουσία που θα την καθυποτάξει. Η γυναίκα καθορίζει την ταυτότητά της σε σχέση με τον άνδρα, μια γυναίκα τίθεται υπό την κυριαρχία μιας άλλης (φοβίες των ανδρών που εγείρονται από την ανατροπή των κανονιστικών προτύπων της θηλυκότητας και κατά συνέπεια την αποσταθεροποίηση της «φυσικής» εικόνας της γυναίκας), αρνητική εικόνα του λεσβιασμού με παρουσίαση λεσβιών που είναι ανδροπρεπείς, νευρωτικές, διεστραμμένες, καταπιεστικές. Η ομοφυλόφιλη γυναίκα συνοδεύεται πάντα από αρνητικά χαρακτηριστικά. Μπορεί να είναι ναρκομανής, ψυχικά ασθενής, νυμφομανής, εκκεντρική, δολοφόνος. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί απειλή για το ετεροφυλόφιλο καθεστώς και τον θεσμό της οικογένειας (Κυριακός 2001: 113).

Στο σύνολό τους, όμως, οι ελληνικές ταινίες, όπως προκύπτει από την έρευνα του Κυριακού, δεν ασχολούνται ευθέως και απερίφραστα με τη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Αντιθέτως, συνήθως ο λεσβιακός έρωτας υπονοείται. Άλλοτε παρουσιάζεται με χυδαίο και σκοτεινό τρόπο και άλλοτε υπάρχει για να συμπληρώσει το κυρίως θέμα και να εξυπηρετήσει το απρόοπτο του σεναρίου. Σε καμμία περίπτωση δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή των γυναικών, προκύπτει πάντα ως απόρροια είτε μιας μη λειτουργικής σχέσης, είτε μιας φάσης στην οποία βρίσκεται η ηρωίδα, η οποία είναι παροδική.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά κύριο λόγο αυτά που ίσχυαν στον παγκόσμιο κινηματογράφο από τη δεκαετία του '60 και έπειτα, συνεχίζουν να ισχύουν σήμερα στον ελληνικό κινηματογράφο. Τα ίδια στερεότυπα εξακολουθούν να αναπαράγονται, και η αναπαράσταση του λεσβιασμού, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα, δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τα στεγανά και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος.

Εμπειρικά ευρήματα-συμπεράσματα

Πρωταρχικός σκοπός την έρευνας που έκανα ήταν μια πρώτη διερεύνηση του τρόπου που παρουσιάζεται η γυναικεία ομοφυλοφιλία στον σύγχρονο κινηματογράφο. Επιχείρησα να παρατηρήσω τυχόν στερεότυπα που εμφανίζονται σε σχέση με τις ομοφυλόφιλες γυναίκες και να διαπιστώσω αν αντιμετωπίζονται με αρνητισμό και προκατάληψη. Με βάση τις υποθέσεις εργασίας που τέθηκαν, προέκυψαν οι κατηγορίες ανάλυσης και επεξεργασίας των δεδομένων. Για λόγους οικονομίας, στη συνέχεια θα παρουσιαστούν μόνο τα συμπερασματικά ευρήματα για την κάθε ταινία, όπως παρουσιάστηκαν στη διπλωματική έρευνα.

Από την επιμέρους επεξεργασία και ανάλυση των τριών κινηματογραφικών ταινιών οι βασικές κατηγορίες ανάλυσης που προέκυψαν, και με βάση τις οποίες έγινε η αποτίμησή τους, περιλάμβαναν την οικογένεια, τη γονεϊκότητα, την πατριαρχία, την πορνογραφική οπτική και τους ρόλους του φύλου. Με βάση τις κατηγορίες αυτές προέκυψε ότι οι ταινίες από την Ολλανδία και τις ΗΠΑ διαφοροποιούνται σημαντικά από την ελληνική. Στην ταινία Αντόνια: Ο κύκλος μιας ζωής η οπτική δεν ήταν καθόλου διαμεσολαβημένη από την ετεροκανονιστική λογική. Αντιθέτως, υπήρξε μια αυτόνομη παρουσίαση, απελευθερωμένη από οποιαδήποτε προκατάληψη. Η ταινία παρουσιάζει τη γυναικεία ομοφυλοφιλία με απόλυτα θετικό τρόπο. Αντιμετωπίζει το ομοφυλόφιλο ζευγάρι χωρίς προκατάληψη και μεροληψία. Η αρχή, η ανάπτυξη και η εξέλιξη της ομοφυλοφιλικής σχέσης παρουσιάζονται μέσα από τη ροή του σεναρίου με τρόπο εντελώς φυσιολογικό, χωρίς να φαίνεται ότι επιβάλλονται για να εξυπηρετήσουν κάποιο απώτερο στόχο. Το ζευγάρι τοποθετείται στο κοινωνικό περιβάλλον ισότιμα με οποιοδήποτε άλλο ζευγάρι ετεροφυλόφιλων και η ταινία δεν καταφεύγει σε καμμία ρητή ή άρρητη δήλωση της «ιδιαιτερότητάς» τους. Μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε δύο γυναίκες δεν αποτελεί είδηση για τον «κόσμο» της συγκεκριμένης ταινίας. Το ζήτημα του λεσβιασμού κατέχει μια θέση στους πολλούς προβληματισμούς της ταινίας, όχι όμως περισσότερο ή λιγότερο σημαντική από αυτόν της μητρότητας, της χειραφέτησης της γυναίκας, της μονογονεϊκής οικογένειας, της παράδοσης, της φιλίας, της συντροφικότητας και άλλων, που επίσης πραγματεύεται. Συμπερασματικά, λοιπόν, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για ψήγμα στερεοτυπικής αναπαράστασης αναφορικά με τη γυναικεία ομοφυλοφιλία από τη συγκεκριμένη ταινία.

Στην ταινία Παράνομα δεμένες παρατηρήθηκαν αρκετά σημάδια στερεοτυπικής αναπαράστασης, κυρίως αναφορικά με την εξωτερική εμφάνιση και τους ρόλους που αναπτύσσονται (butch και femme). Η ταινία έχει ως επίκεντρο της πλοκής της ένα γυναικείο ομοφυλόφιλο ζευγάρι. Όλη η δομή της ταινίας περιστρέφεται γύρω από αυτό και οι υπόλοιποι χαρακτήρες έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Ο σκηνοθέτης στερεοτυπεί αρκετά, και σε αντίθεση με την Αντόνια, γι' αυτόν υπάρχει διαφορετικότητα, τουλάχιστον ως προς την εμφάνιση. Αν και δεν δηλώνεται ρητά, υπάρχει άδηλη παρουσίαση του λεσβιασμού. Στη συγκεκριμένη ταινία μια ομοφυλόφιλη γυναίκα έχει σκληρή εμφάνιση, αυστηρή και ανδροπρεπή, και δε σηκώνει πολλά-πολλά. Η ύπαρξη θηλυκού-αρσενικού προτύπου στη λεσβιακή σχέση είναι εμφανής. Παρουσιάζεται ένα ζευγάρι στο οποίο οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι. Μια γυναίκα με όλα τα φερόμενα ως ανδρικά χαρακτηριστικά, σκληρή συμπεριφορά, άκαμπτο συναίσθημα, τυπικά ανδρικό επάγγελμα (υδραυλικός) και μια γυναίκα ως ένα απόλυτο pin-up girl, «γατούλα», ναζιάρα, αγαθή και ευαίσθητη, η οποία έχει παντρευτεί εξ ανάγκης και παρουσιάζεται ότι ανέκαθεν ήταν λεσβία αλλά απλώς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον γάμο της. Και εδώ μπαίνει στη ζωή της η άλλη γυναίκα, η «out of the closet», η «δηλωμένη» λεσβία, για να της δώσει το κίνητρο που χρειαζόταν. Η ταινία μεταφέρει την ετεροφυλόφιλη οπτική στο λεσβιακό ζευγάρι και διαπιστώνεται μια λανθάνουσα πορνογραφική ματιά.

Πάντως, παρά τις εμφανείς στερεοτυπίες, η ταινία αποφεύγει τη λογική των απόλυτων αφηγήσεων και δεν τοποθετείται κριτικά απέναντι στο λεσβιακό ζευγάρι, τουλάχιστον σε ρητό επίπεδο. Κάνοντας μια δεύτερη ανάλυση υπό το πρίσμα της κουίρ θεωρίας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το λεσβιακό ζευγάρι της ταινίας προβληματικοποιεί τις «φυσικές» κατηγορίες του θηλυκού και του αρσενικού και ενισχύει την κατά Χάλμπερσταμ έννοια της θηλυκής αρρενωπότητας, κοντράροντας με αυτό τον τρόπο την ετεροκανονιστική συνθήκη (Halberstam 1998).

Η ελληνική ταινία Ριζότο (2000) της Όλγας Μαλέα είναι μια σύγχρονη ταινία που γυρίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του '90 και περιγράφει την καθημερινότητα δύο σύγχρονων ζευγαριών με παιδιά. Η κύρια προβληματική της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στις προσωπικές τους σχέσεις, αλλά και γύρω από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η σύγχρονη γυναίκα στην προσπάθειά της να ανταποκριθεί σε όλους τους ρόλους που αναλαμβάνει, χωρίς να χάσει την ψυχική της ισορροπία. Ενώ σε ένα ρητό επίπεδο η ταινία δεν φαίνεται να είναι επικριτική ή αποδοκιμαστική προς τις ομοφυλόφιλες γυναίκες, εντούτοις ήταν γεμάτη από συμβατικότητες. Η πατριαρχική ετεροκανονιστική οπτική είναι καθολική. Η ταινία δεν ξεφεύγει από την παρουσίαση απόλυτων σχημάτων αναφορικά με τις αναπαραστάσεις των ρόλων. Αυτές αφορούν τόσο τους αρσενικούς χαρακτήρες όσο και τους θηλυκούς. Οι άνδρες εμφανίζονται ως οι απόλυτοι κυρίαρχοι, από τους οποίους ουσιαστικά εξαρτάται η πορεία των σχέσεων. Το σενάριο βάζει τις γυναίκες να κάνουν την επανάστασή τους (να υπάρξουν δηλαδή και χωρίς τους συζύγους τους), αλλά δεν αφήνει σε κανένα σημείο την εντύπωση ότι μπορεί τελικά να είναι αυτές που θα έχουν τον τελευταίο λόγο. Αφορμή για αλλαγή στη ζωή τους, και για την ανάπτυξη της ερωτικής σχέσης μεταξύ τους, εμφανίζεται να είναι η άσχημη συμπεριφορά των συζύγων, η οποία επιπλέον χρειάζεται να φτάσει στο απροχώρητο για να κινητοποιήσει τις γυναίκες. Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως άτομα καταπιεσμένα, που ο μοναδικός σκοπός τους είναι να είναι καλές μητέρες, και στις οποίες δίδεται η δυνατότητα απλώς για μια περιστασιακή «απελευθέρωση». «Απελευθέρωση» την οποία και οι ίδιες δεν φαίνεται να επιθυμούν τελικά, αλλά ούτε και να την αντέχουν. Η κατάληξη της ταινίας δεν δηλώνει ότι προκρίνει τη γυναικεία ομοφυλοφιλία ως ανεξάρτητη επιλογή, αλλά μόνο ως υποκατάστατο μιας ανεπιτυχούς ετεροφυλοφιλικής σχέσης. Στο τέλος, η παρουσία των ανδρών εμφανίζεται ως απολύτως αναγκαία και η μητρότητα προβάλλεται ως η πρωταρχική έγνοια των γυναικών.

Θεωρητική αναπλαισίωση

Υπό το πρίσμα της κουίρ θεωρίας η παραπάνω έρευνα θα οδηγούνταν σε μια αρκετά διαφορετική ανάλυση. Έννοιες όπως ομοφυλοφιλία, ετεροφυλοφιλία, λεσβία, γκέι, θετικές-αρνητικές αναπαραστάσεις εξετάζονται από μια άλλη οπτική. Η κουίρ θεωρία διαφοροποιείται από την παραδοσιακή λεσβιακή και γκέι θεωρία αναφορικά με τη σταθερότητα που αποδίδεται στις ταυτότητες και τη ρευστότητα την οποία διακρίνει στη σεξουαλικότητα. Ενώ η «παραδοσιακή» θεωρία εστιάζει σε μια πιο παγκόσμια εικόνα της λεσβίας, με έντονα ουσιοκρατικά στοιχεία, η κουίρ θεωρία εστιάζει στις πολλές διαφορετικότητες και στη ρευστότητα και μεταβλητότητα τόσο των ταυτοτήτων όσο και της σεξουαλικότητας.

Η ανάγκη για την ανάπτυξη μιας νέας θεωρίας προέκυψε από τις αδυναμίες που πολλοί θεωρητικοί εντόπισαν στις αναλύσεις της φεμινιστικής και της λεσβιακής/γκέι θεωρίας. Σε σχέση με την κατά βάση ουσιοκρατική οπτική του φύλου και την «εμμονή» της λεσβιακής/γκέι θεωρίας να επικεντρώνεται στο δίπολο «φυσιολογικό»/«μη φυσιολογικό», η κουίρ θεωρία επιθυμεί να καλύψει μια μεγαλύτερη επιφάνεια της σεξουαλικής δραστηριότητας αποφεύγοντας να την τοποθετεί σε κατηγορίες κανονικότητας ή παρέκκλισης.

Πολλά από τα διπολικά σχήματα που αναφέρθηκαν στην ανάλυση της διπλωματικής έρευνας είναι σταθεροποιητικά προς το ετεροκανονιστικό καθεστώς και για την κουίρ θεωρία είναι χρήσιμη η αποδόμησή τους. Οι κουίρ θεωρητικοί προβληματικοποιούν την ύπαρξη των δυαδικών σχημάτων, όπως άνδρας/γυναίκα, ομοφυλόφιλος/ετεροφυλόφιλος, άσπρος/μαύρος κ.λπ., και υποστηρίζουν ότι θεωρούνται εσφαλμένα, ότι αντικατοπτρίζουν υπάρχοντες διαχωρισμούς. Το ίδιο ισχύει και για τους ρόλους και τις ταυτότητες. Τόσο η Μπάτλερ3 όσο και η Χάλμπερσταμ4 έκαναν λόγο για την κοινωνική κατασκευή του φύλου (gender) και κατέδειξαν ότι τόσο οι θηλυκότητες όσο και οι αρρενωπότητες είναι κατασκευασμένες. Κατά συνέπεια, οι θηλυκοί και οι αρσενικοί ρόλοι σε ένα ζευγάρι δεν αποτελούν απομίμηση του ετεροφυλόφιλου προτύπου, καθώς ούτε κι αυτό είναι αυθεντικό. Η Χάλμπερσταμ επικεντρώθηκε περισσότερο στην έννοια της θηλυκής αρρενωπότητας και υποστήριξε το δικαίωμα των γυναικών στην ανδροπρέπεια, τονίζοντας ότι οι butch γυναίκες και οι transgender δεν είναι απομιμήσεις των ανδρών, καθώς η αρρενωπότητα όπως και η θηλυκότητα μαθαίνονται, επομένως μπορούν όλοι να τις οικειοποιηθούν (Halberstam 1998). Η αναζήτηση θετικών αναπαραστάσεων με την έννοια που αναφέρθηκε στην παραπάνω ανάλυση δεν αποτελεί στόχο της κουίρ θεωρίας, καθώς δεν διαχωρίζει ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά στερεότυπα και θεωρεί όλες τις εκφράσεις του φύλου αποδεκτές.

Συνοπτικά, η χρήση του όρου κουίρ συμβολίζει την «αντίσταση» σε οποιαδήποτε γενίκευση και σε οποιοδήποτε καθεστώς φυσικοποίησης.

(regimes of the normal). Η κουίρ θεωρία απορρίπτει την απλή ανεκτικότητα στις μειονότητες και καταδεικνύει το πεδίο της φυσικοποίησης ως ένα ευρύτερο πεδίο, όχι απλώς μη ανεκτικότητας αλλά βίας προς τα κουίρ υποκείμενα. Η σπουδαιότητα της στρατηγικής της έγκειται στο ότι ασκεί αντίσταση σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, και ταυτόχρονα σε επιμέρους πεδία που περιθωριοποιούν και υποβιβάζουν τα κουίρ άτομα. Σ' αυτό που κυρίως αντιτίθεται η κουίρ θεωρία είναι στην έννοια του φυσικού (normal) εν γένει, και όχι μόνο στο καθεστώς της ετεροφυλοφιλίας. Αντιτίθεται δηλαδή στην ιδέα του φυσικού και στην εξιδανίκευσή του από την κοινωνία.

Επίλογος

Ως αποτέλεσμα κάποιας δυσφορίας που διαπίστωσα να αισθάνομαι ως ερευνήτρια με κάποια από τα ευρήματα της διπλωματικής εργασίας, αλλά και της ανάγνωσης άλλων μελετών και αναλύσεων που έκανα από τότε, καθώς και τις συζητήσεις με την Αλεξάνδρα Χαλκιά που επιβλέπει την διδακτορική μου διατριβή η έρευνα στο διδακτορικό επίπεδο θέτει ως ερώτημα το ποια είναι η σχέση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας στον ΛΟΑΤ χώρο με την έννοια του κουίρ και προσπαθεί να διερευνήσει τις διάφορες εκφάνσεις και συσχετισμούς που αναπτύσσονται στα πλαίσια αυτής της αλληλεπίδρασης. Για να το κάνει αυτό, εξετάζει ως υλικό τα περιοδικά που κυκλοφορούν με τη μορφή free press και που αυτοπροσδιορίζονται ως lgbtq έντυπα, και επιχειρεί μια σκιαγράφηση του κουίρ σε αυτόν τον τόπο του λόγου.

Η Λίνα Λαχανιώτη είναι κοινωνική λειτουργός και διδάκτορας του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Επίσης, γράφει για το ΛΟΑΤ free- press Antivirus.

Σημειώσεις

1. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε, στο μεγαλύτερο μέρος του, εισήγηση που παρουσιάστηκε στην ημερίδα «Σεξουαλικότητες και Φύλα. Λεσβιακές, Γκέι, Αμφί και Τρανς και Queer κοινότητες στην Ελλάδα» που διοργάνωσε το Athens Pride στο Πάντειο Πανεπιστήμιο τον Μάιο του 2009.

2.  Ενδεικτικά, για περαιτέρω ανάγνωση πάνω στην κλασική λεσβιακή θεωρία, βλ.  Abelove κ.ά. (1993), Duberman κ.ά. (1989), Kitzinger (1987), Miller (1997).

3. Η Μπάτλερ προβληματοποίησε ουσιοκρατικές αντιλήψεις για το κοινωνικό φύλο και αμφισβήτησε τη φυσικότητα και τη σταθερότητα της κατηγορίας του φύλου (Butler 1990, 1993).

4. Η Χάλμπερσταμ ανατρέχει τόσο στο παρελθόν και στην εξέλιξη των διαφόρων μορφών της γυναικείας αρρενωπότητας, όσο και στο παρόν, από το οποίο προσπαθεί να κατανοήσει τις αναπαραστάσεις και την παρουσία των ανδροπρεπών γυναικών. Θέλει να δείξει ότι η αρρενωπότητα δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών και ότι μπορούν να την οικειοποιηθούν και γυναίκες (Halberstam 1998).

Από το βιβλίο Σώμα Φύλο Σεξουαλικότητα ΛΟΑΤΚ πολιτικές στην Ελλάδα

επιμέλεια Α. Αποστολέλη, Α. Χαλκιά

Εκδόσεος Πλέθρον, 2012

ISBN: 978-960-348-238-3

σελ. 93-104    - lesandmore.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου